Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει, μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη, νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά, τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα και τη λύπη, γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει, να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει- κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει. Γιάννης Ρίτσος, Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή (απόσπασμα).